σύνθημα

σύνθημα
το
1. προσυμφωνημένο σημείο συνεννόησης: Αποκαλύφθηκαν τα συνθήματά τους. – Δόθηκε το σύνθημα της μάχης.
2. σύντομη φράση που εκφράζει τις βασικές επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας παράταξης κτλ.: Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. – Έγραψαν στους τοίχους συνθήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύνθημα — anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… …   Dictionary of Greek

  • ξύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνθημα — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθημάτων — σύνθημα anything agreed upon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασι — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασιν — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματα — σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματι — σύνθημα anything agreed upon neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”